Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους: Δεν ανακαλείται ο διορισμός υπαλλήλου που δεν κατέχει το τυπικό προσόν της θέσης του, εφόσον παρήλθε διετία από το διορισμό

Μία ενδιαφέρουσα γνωμοδότηση εξέδωσε το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, που, αν και αφορά υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού, έχει συνέπειες και για όλους όσους διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν χωρίς να κατέχουν τον απαραίτητο τυπικό προσόν της θέσης που καταλαμβάνουν (και δεν έχουν προβεί σε κάποια δόλια ενέργεια).


Τίτλος: Δυνατότητα (ή μη) ανάκλησης πράξεων διορισμού και μετάταξης μονίμων υπαλλήλων ΥΠΠΟΑ, για το λόγο ότι ο τίτλος σπουδών αυτών δεν πληροί το κατά νόμο απαιτούμενο τυπικό προσόν της θέσης που κατέχουν. 

Δεν είναι δυνατή η ανάκληση πράξεων διορισμού και μετάταξης μονίμων υπαλλήλων ΥΠΠΟΑ, των οποίων ο τίτλος σπουδών κρίθηκε από το αρμόδιο ΔΙΚΑΤΣΑ ως ισότιμος αλλά όχι αντίστοιχος του τίτλου που απαιτείται, ως τυπικό προσόν της θέσης αυτών, για το λόγο ότι παρήλθε διετία από τη δημοσίευση των πράξεων και δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις της διάταξης του άρθρου 20 του Ν. 3528/2007, ούτε και λόγοι δημοσίου συμφέροντος. (ΓνΝΣΚ 315/2014)


Ακολουθεί απόσπασμα της γνωμοδότησης:
2α. Η αρχή νομιμότητας επιτάσσει στη Διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης διοικητικής πράξης, ενώ η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απαιτεί τη διατήρηση της ισχύος των ευμενών για τον καλόπιστο διοικούμενο πράξεων. Σύνθεση των αρχών αυτών συνιστούν οι γενικές αρχές ανάκλησης διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις οποίες 1) οι ευμενείς διοικητικές πράξεις ανακαλούνται, αν είναι παράνομες, μέσα σε εύλογο χρόνο από την έκδοση τους, ενώ επιτρέπεται η ανάκληση τους μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου, για λόγους δημοσίου συμφέροντος (Ολ ΣτΕ 2403/1997, ΔΕΑ 492/2010) ή όταν η έκδοση αυτών προκλήθηκε από δόλια ενέργεια του διοικουμένου (ΣτΕ 3047/2002, 895/2002, 3159/1998, 1754/1997, 6428/1995, 335/1991 κ.ά.) 2) Η διοίκηση (κατά πάγια σχεδόν νομολογία) έχει διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση να ανακαλέσει τις παράνομες ή πλημμελείς ευμενείς διοικητικές πράξεις, εκτός αν προκύπτει σχετική υποχρέωση ανάκλησης (ΟλΣτΕ 2282/1992, 895/2002, ΝΣΚ 122/2012, 107/2011 πλειοψ.)

Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2, 4 του Ν. 3528/2007, κυρωτικού του ισχύοντος Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (αντίστοιχες οι διατάξεις των προγενέστερων άρθρων 20 Ν. 2683/1999 και 56 ΠΔ. 611.1977), που ρυθμίζει την ανάκληση παράνομων πράξεων διορισμού των δημοσίων υπαλλήλων ειδικότερα, συγκριτικά προς τη γενική διάταξη του άρθρου μόνου του Ν. 261/1968, (ΔΕφΑΘ 1731/2010), προκύπτει ότι, πράξη διορισμού (και επομένως και μετάταξης) που εκδόθηκε παρά την αντικειμενική ανυπαρξία των νομίμων προϋποθέσεων, (όπως, εν προκειμένω, του τυπικού προσόντος της αντιστοιχίας του πτυχίου για τη θέση αρχαιολόγων ΥΠΠΟΑ), ανακαλείται ελεύθερα εντός διετίας από τη δημοσίευση της, μετά δε την παρέλευση αυτής ανακαλείται μόνο ο) αν ο διορισθείς προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία, β) αν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του ίδιου νόμου που αναφέρονται στην ιθαγένεια και στην εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων αντίστοιχα και γ) αν η πράξη διορισμού ακυρωθεί με δικαστική απόφαση. Κατά την πάγια θέση της νομολογίας, σε περίπτωση συνδρομής λόγων δημοσίου συμφέροντος ή δόλιας ενέργειας του διοικούμενου απαιτείται ειδικά αιτιολογημένη κρίση της Διοίκησης, κατόπιν ενδελεχούς και εμπεριστατωμένης αξιολόγησης όλων των παραμέτρων της κάθε περίπτωσης, με αναφορά στα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία, η ύπαρξη ή η έλλειψη των οποίων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεμελιώνει τη διαπιστούμενη παρανομία και, συνακόλουθα, τη συνδρομή του λόγου ανάκλησης (ενδ. ΣτΕ 3173/2004, 895/2002, 1569/2001, 621/2001, 2010/2000, 3569/1998, 60/1997, 1335/1991, 1093/1991, 1988/1983, 490/1979, ΔΕΑ 1588/2010, 1292/2009, 3569/1998, Γνμδ ΝΣΚ 107/2011, 347/2002). Ειδικότερα, ανακλητική πράξη λόγω δόλιας ενέργειας του διοικουμένου πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη σε σχέση με το δόλο αυτού, βεβαιώνοντας τη συνδρομή του στοιχείου τούτου και παραθέτοντας τα πραγματικά περιστατικό, βάσει των οποίων συνήχθη η περί του δόλου κρίση (ΣτΕ 3569/1998), ενώ δε συνιστά ειδικά αιτιολογημένη κρίση περί ανάκλησης διορισμού υπαλλήλου η γενική αναφορά περί κακής πίστης του διορισθέντος (ΣτΕ 227/2006), ή η κρίση ότι ο διορισθείς προφανώς γνώριζε ότι δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για τη συγκεκριμένη θέση (ΔΕφΑΘ 1731/2010).

2β. Η λειτουργία της αρχής της καλής πίστης εμφανίζεται με διαφορετικό περιεχόμενο και συνέπειες στους διάφορους κλάδους του δικαίου, σκοπεί όμως πάντοτε στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος τέτοιου, που να εξασφαλίζει αφενός ασφάλεια και εμπιστοσύνη στις κάθε είδους σχέσεις και συναλλαγές και αφετέρου σεβασμό των συμφερόντων των άλλων, στα πλαίσια μιας πολιτισμένης κοινωνίας με αρχές.
Η έννοια της υποκειμενικής καλής πίστης, ως ιδιότητας δηλ. του υποκειμένου, συνίσταται στην πεποίθηση ενός προσώπου ότι η συμπεριφορά του είναι νόμιμη, ότι δεν αδικεί άλλους, ότι απέκτησε νόμιμα ή διεκδικεί νόμιμα ένα δικαίωμα, πεποίθηση που αποκτήθηκε, εύλογα, όπως θα προκύψει από την όλη σύνθεση των στοιχείων και παραγόντων της συγκεκριμένης περίπτωσης.

Στο χώρο του διοικητικού δικαίου, η καλή πίστη εκφράζεται με την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς το Κράτος, όπως το τελευταίο εμφανίζεται ενώπιον του πολίτη και αναπτύσσει με αυτόν σχέσεις διά μέσου των οργάνων του. Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έχει συνταγματική ισχύ, ως απόρροια του Κράτους Δικαίου (ΣτΕ 1116/2014, 602/2003, 1508/2002). Κατ' εφαρμογή της αρχής αυτής, όταν η διοίκηση, δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις στους διοικουμένους, ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, δεν έχει τη δυνατότητα να αγνοεί τις πραγματικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν συνακόλουθα και να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στους τελευταίους, εξαιτίας δικών της σφαλμάτων. Αντίθετα, είναι σεβαστές οι πραγματικές καταστάσεις που γέννησαν δικαιώματα υπέρ των διοικουμένων και οι οποίες προέκυψαν με την ανοχή και σύμπραξη της Διοίκησης, εφόσον, ασφαλώς, δεν αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη και δε δημιουργήθηκαν με δόλια ενέργεια του διοικουμένου (ΕΣ II 259/2013, ΣτΕ 3874/2005, 3424/2000, 2675/1997).

Δείτε τη γνωμοδότηση 315/2014:

1 σχόλιο: