Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Η εισήγηση του μέλους της Γραμματείας Δημοτικής Αστυνομίας Θεόδωρου Θωμαΐδη στην ημερίδα της ΠΟΕ-ΟΤΑ

ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΕ-ΟΤΑ ΘΩΜΑΪΔΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Εκ μέρους της γραμματείας για θέματα Δημοτικής Αστυνομίας της ΠΟΕ-ΟΤΑ, της οποίας έχω την τιμή να είμαι μέλος, σας καλωσορίζω κι εύχομαι ολόψυχα η σημερινή ημερίδα να δώσει την ευκαιρία σε όλους μας να γίνουμε κατά τι σοφότεροι και αν θέλετε να προσεγγίσουμε ή ακόμα και να γεφυρώσουμε τις όποιες διαφορετικές οπτικές υπάρχουν προς όφελος όλων. Προς όφελος των πολιτών, τους οποίους έχουμε ταχθεί να υπηρετούμε, προς όφελος των εργαζομένων, τους οποίους εκπροσωπούμε και προς όφελος της τοπικής αυτοδιοίκησης, που εσχάτως παρουσιάζεται ως ο μεγάλος ασθενής της δημόσιας διοίκησης της χώρας. Είναι εξαιρετικά παρήγορο σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς συνάδελφοι να αφήνουν έστω και για λίγο στην άκρη τα προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα για να ασχοληθούν με τα κοινά, με την προοπτική της εργασίας τους ως θεσμού και τη διασφάλιση, αν θέλετε, της εργασιακής τους αξιοπρέπειας.

Όταν συμφώνησαν τα μέλη της Γραμματείας να συντάξω τη σημερινή εισήγηση, και τους ευχαριστώ θερμά για αυτή την τιμή, καθότι σε αυτήν υπάρχουν σαφώς εμπειρότεροι συνάδελφοι με πολυετή θητεία στα συνδικαλιστικά όργανα, επικεντρώθηκα πρωτίστως στην επικεφαλίδα της ημερίδας και διαπίστωσα ότι, αν εξαιρέσω το ολίγον τι προβοκατόρικο διαζευκτικό, το ερώτημα σχετικά με το ρόλο και τον χαρακτήρα της Δημοτικής Αστυνομίας υφίσταται και μας ταλανίζει από τις πρώτες κιόλας ημέρες που αναλάβαμε υπηρεσία, είτε αυτές ήταν τη δεκαετία του ‘80 για κάποιους από εμάς είτε πριν από 1-2 χρόνια για κάποιους άλλους. Ένα είδος διαχρονικού υπαρξιακού ερωτήματος που η μη πειστική και αμετάκλητη απάντηση του έχει δημιουργήσει στην πορεία των χρόνων πλείστα όσα προβλήματα και ίσως αποτελεί και τη γενεσιουργό αιτία των περισσότερων παθογενειών της υπηρεσίας.

Προσπαθώντας λοιπόν να προσεγγίσουμε το θέμα προτείνω να ξεφύγουμε για λίγο από την καθημερινότητα και την τριβή της και να κάνουμε μαζί ένα δυο βήματα προς τα πίσω, μεγαλώνοντας λίγο το κάδρο και την οπτική γωνία. Ας γυρίσουμε λίγο πίσω στο χρόνο και να προσπαθήσουμε να δούμε πως προέκυψε αυτό το ερώτημα.

Το 1985 η τότε κυβέρνηση αποφασίζει και προχωρεί στη συγχώνευση της Αστυνομίας Πόλεων και της Ελληνικής Χωροφυλακής στην ΕΛ.ΑΣ αλλάζοντας όχι μόνο το όνομα, τη δομή αλλά ακόμα και τα χρώματα, τα σήματα, τις στολές. Μια απόφαση εναρμονισμένη στο πνεύμα της εποχής για εθνική συμφιλίωση και τέλους της μετεμφυλιακής περιόδου. Η νεοσύστατη ΕΛΑΣ δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να θυμίζει το αμαρτωλό παρελθόν των προκατόχων της, που δυστυχώς σε καιρούς ζοφερούς  έγιναν όργανο ολοκληρωτικών καθεστώτων και αυταρχικών κυβερνήσεων. Την ίδια περίοδο ιδρύεται και η Ειδική Υπηρεσία αρχικά του Δήμου Αθηναίων, λίγο αργότερα του Πειραιά ενώ και η Θεσσαλονίκη ξεκινά τις διαδικασίες πρόσληψης προσωπικού, στις οποίες μάλιστα συμμετείχα και μπορώ μετά βεβαιότητας να σας πω ότι, παρόλο που δεν αναφερόταν πουθενά η λέξη Δημοτική Αστυνομία, όλοι γνωρίζαμε ότι περί αυτού πρόκειται. Ίσως ο νομοθέτης της εποχής να ήθελε εμμέσως να προστατέψει τη νέα υπηρεσία από τη γκρίζα σκιά της λέξης «αστυνομία» και να δώσει την ευκαιρία στην τοπική αυτοδιοίκηση να δημιουργήσει μια εντελώς νέα απαλλαγμένη από κάθε τι που τη συνδέει είτε με τη χωροφυλακή είτε με την αστυνομία πόλεων. Αγνές οι προθέσεις αλλά το ερώτημα είχε ήδη τεθεί.

Για μια δεκαετία τουλάχιστον η ύπαρξη Δημοτικής Αστυνομίας αγνοείται από το σύνολο της χώρας, πλην λεκανοπεδίου ίσως όπου κι εκεί ο ρόλος της περιορίζεται στην ελεγχόμενη στάθμευση και στην καθαριότητα. Η κοινωνία όμως αλλάζει, προχωρά και εξελίσσεται. Η αστυφιλία και η επίπλαστη οικονομική ευημερία της μεσαίας τάξης  δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα αστυνόμευσης και η λύση που προτείνεται είναι η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων τοπικού χαρακτήρα στη Δημοτική Αστυνομία. Ουσιαστικά, και για όσους θυμούνται καλά τα δρώμενα της εποχής, η ηγεσία του Υ.Δ.Τ και της ΕΛΑΣ επιθυμεί να απεμπλακεί από μια σειρά αρμοδιοτήτων που χαρακτηρίζονται ως πάρεργο, έκφραση άκρως συνηθισμένη στους κύκλους της αλλά απορίας άξιον γιατί να θεωρείται πάρεργο π.χ η επίδοση δικογράφων και η βεβαίωση παραβάσεων στάθμευσης και όχι η φύλαξη μεγαλοδημοσιογράφων και επιχειρηματιών, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση και δεν μας αφορά. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το πνεύμα του νομοθέτη που μεταβιβάζει όμως απλώς αρμοδιότητες αφήνοντας τα υπόλοιπα στην κρίση των Δήμων. Έτσι έχουμε μπεζ-καφέ δημοτικούς αστυνομικούς στην Αθήνα, κυανόλευκους στη Θεσσαλονίκη και ούτω καθεξής. Μια κατάσταση μπερδεμένη που όπως είναι φυσικό αντί να θέσει σωστές βάσεις δημιουργίας μιας νέας υπηρεσίας περισσότερο επιτείνει τη σύγχυση στους πολίτες και την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης, στοιχείου απαραίτητου για τη βιωσιμότητα μιας σχέσης. Το ερώτημα πλέον είναι εύλογο.

Τη δεκαετία του 2000 και ενόψει των Ολυμπιακών αγώνων τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Με μια σειρά νόμων και προεδρικών διαταγμάτων καθορίζεται κοινή στολή, κοινό σήμα, τρόπος εκπαίδευσης και ανοίγουν οι σχολές σε Τσοτύλι και Κόνιτσα, μια απόφαση σταθμός για το μέλλον της υπηρεσίας. Οι Δήμοι της χώρας, ο ένας μετά τον άλλο προχωρούν σε προσλήψεις. Το Ολυμπιακό πνεύμα κυριαρχεί και η Δημοτική Αστυνομία αρχίζει να δημιουργεί τις βάσεις για να κάνει αισθητή την παρουσία της στην κοινωνία. Για όλους εμάς που ήδη υπηρετούσαμε είναι η εποχή των μεγάλων προσδοκιών και της ελπίδας ότι κάτι καλό πάει να γίνει, κάτι διαφορετικό και πρωτόγνωρο για την Ελληνική κοινωνία. Το  υψηλό επίπεδο μόρφωσης των νεοπροσληφθέντων συναδέλφων δημιουργεί εξαιρετικές προϋποθέσεις  μετεξέλιξης της Δημοτικής Αστυνομίας σε μια πρότυπη υπηρεσία παροχής υπηρεσιών υψηλότατου επιπέδου στους πολίτες. Η απάντηση στο ερώτημα δείχνει πιο κοντά από ποτέ.

Η ανάγκη, όμως, νομοθετικής θωράκισης των νεοσύστατων δημοτικών αστυνομιών είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη. Έτσι το 2008 κατατίθεται ο περίφημος Ν.3731 για την αναδιοργάνωση της δημοτικής αστυνομίας. Το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό για το περιεχόμενο των διατάξεων, που είναι ελλιπείς, ενίοτε ασαφείς και απαιτούν την έκδοση μιας σειράς διευκρινιστικών εγκυκλίων και Υπουργικών αποφάσεων προκειμένου να τεθούν σε ισχύ. Οι επόμενοι ομιλητές ως έγκριτοι νομικοί μπορούν να καταθέσουν σαφώς πιο ειδική άποψη για το θέμα, εγώ απλώς θα αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά σημεία όπως η νομική κάλυψη των εργαζομένων που ουδέποτε εφαρμόστηκε και χρειάστηκε νέος νόμος για να τεθεί σε ισχύ, η πρόβλεψη οικονομικής αποζημίωσης για τις θέσεις της ειδικής ιεραρχίας που ουδέποτε ορίστηκε παρόλο που εκατοντάδες συνάδελφοι εκτέλεσαν επί σειρά ετών κανονικά τα καθήκοντα αυξημένης ευθύνης που τους ανατέθηκαν και φυσικά η μη έκδοση των υπουργικών αποφάσεων για τον τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων. Εξίσου δε απογοητευτική ήταν και η συζήτηση στο κοινοβούλιο τόσο στην επιτροπή όσο και στην ολομέλεια, όπου άπαντες επικεντρώθηκαν στο λαϊκίστικο θέμα της οπλοφορίας που προσφερόταν για κορώνες και κομματική αντιπαράθεση, αγνοώντας το βασικό ερώτημα το οποίο για άλλη μια φορά έμεινε αναπάντητο.

Αγαπητοί συνάδελφοι, ο λόγος που έκανα αυτή την μικρή ιστορική αναδρομή είναι για να προσπαθήσω να ερμηνεύσω τις προθέσεις του νομοθέτη κάθε φορά που δημοσιευόταν ένας νόμος για τη Δημοτική Αστυνομία και να καταδείξω τις παραλείψεις της κεντρικής αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης που μας οδήγησαν στην κατάσταση που βιώνουμε σήμερα, 30 χρόνια μετά από την πρόσληψη των πρώτων δημοτικών αστυνομικών. Μια κατάσταση κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η σύγχυση. Σύγχυση στους πολίτες που αδυνατούν να διακρίνουν τις διαφορές της Ελληνικής Αστυνομίας και της Δημοτικής αφού για τους περισσότερους ο όρος «αστυνομία» συνοδεύεται από συγκεκριμένα στερεότυπα δεκαετιών για τα οποία καμιά σοβαρή προσπάθεια αναίρεσης τους δεν έγινε ποτέ. Σύγχυση και για τους εργαζόμενους που χαμένοι μέσα στην πολυνομία και τις συναρμοδιότητες αναζητούν την ταυτότητα τους άλλοι στην πλευρά των δημοτικών υπαλλήλων και άλλοι σε αυτή των αστυνομικών υπαλλήλων συμμετέχοντας άθελα τους στη δημιουργία ενός χάσματος το οποίο πρέπει άμεσα να γεφυρωθεί πριν μας οδηγήσει όλους στο κενό.

Πως μπορούμε λοιπόν να αναστρέψουμε αυτή την κατάσταση; Υπάρχει χρόνος ή είναι πλέον αργά; Μπορούμε να πορευθούμε έστω και καθυστερημένα προς τη σωστή κατεύθυνση και ποια είναι αυτή; Η γνώμη μου είναι πως ναι μπορούμε. Είμαστε μια νεοσύστατη ουσιαστικά υπηρεσία με μόλις 10-15 χρόνια ολοκληρωμένης λειτουργίας και περνάμε ακόμα τις παιδικές μας ασθένειες, τις οποίες όμως αν δεν αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τώρα, θα μας αφήσουν τα σημάδια τους για πάντα. Αρκεί να δοθεί επιτέλους μια απάντηση στο θεμέλιο ερώτημα. Απάντηση όμως που έχει ήδη δοθεί αλλά ουδέποτε μεταδόθηκε αποτελεσματικά προς πολίτες και εργαζόμενους. Σας διαβάζω το απόσπασμα από τον πρόλογο του συγγραφέα του βιβλίου του Κου Ζαχαρία Δοξαστάκη,  προέδρου της επιτροπής θεσμών της ΚΕΔΚΕ το 2005, που διδαχθήκαμε όλοι στις σχολές: «Η Δημοτική αστυνομία θεσμοθετήθηκε για να είναι κοντά στον πολίτη και τις ανάγκες του. Είναι φιλική υπηρεσία προς το δημότη και η σχέση ανάμεσα στους πολίτες και τους δημοτικούς αστυνομικούς είναι σχέση αγάπης». Στο ίδιο βιβλίο ο τότε πρόεδρος της ΚΕΔΚΕ κος Κουκουλόπουλος, σημειώνει «Η Δ.Α είναι κρίσιμο και σημαντικό να εγκαινιάσει από την αρχή μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού με τους πολίτες» και συνεχίζει «η έγκαιρη ενημέρωση των πολιτών για τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της έτσι ώστε να γνωρίζουν επακριβώς για ποιες περιπτώσεις μπορούν να απευθύνονται σε αυτή είναι καθοριστικό ζήτημα και εξίσου σημαντικό είναι να προσφέρουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα αποδεικνύουν με τον πλέον αναμφισβήτητο τρόπο πως πρόκειται για μια κατεξοχήν φιλική προς τον πολίτη υπηρεσία, η οποία θα έχει ως βασικό στόχο όχι την επιβολή προστίμων και διοικητικών κυρώσεων, αλλά την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου». Αυτή ήταν η επίσημη θέση της ΚΕΔΚΕ το 2005. Βέβαια, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι  από τότε μέχρι σήμερα έτρεξε πολύ νερό στο αυλάκι. Οι αλλαγές στην κοινωνική ζωή της χώρας ειδικά την τελευταία τριετία είναι, θα έλεγα, ραγδαίες, ανάλογες μιας εθνικής καταστροφής. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω. Και ακριβώς λόγω αυτών των νέων δεδομένων είναι απολύτως αναγκαίο τώρα περισσότερο από ποτέ να αποσαφηνιστεί πλήρως και οριστικά ο ρόλος μας στην κοινωνία. Απλά και κατηγορηματικά όπως τέθηκε το 2005. Χωρίς διαζευκτικά «ή». Δεν έχει ανάγκη η κοινωνία μας ούτε από νέους μηχανισμούς καταστολής, ούτε από εισπρακτικούς μηχανισμούς ούτε από μηχανισμούς γενικότερα. Στην υπηρεσία των πολιτών για τη βελτίωση της καθημερινότητας και της ποιότητας ζωής χωρίς διλήμματα για πολίτες και εργαζόμενους.

Το πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι αυτό εξαρτάται από τη βούληση και την αποφασιστικότητα όλων των εμπλεκόμενων φορέων και κυρίως της ΚΕΔΕ και των εργαζομένων. Είναι εξάλλου γνωστό ότι τα θέματα της Δημοτικής Αστυνομίας δεν αποτελούν πρώτη προτεραιότητα για το Υπουργείο Εσωτερικών και αυτός είναι κι ένας λόγος της σημερινής κατάστασης. Εξαιτίας της ολιγωρίας του Υπουργείου αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ούτε κανονισμός λειτουργίας ενώ έχει ουσιαστικά καταργηθεί και η ειδική ιεραρχία. Η ΚΕΔΕ οφείλει, εφόσον επιθυμεί την ανάδειξη της δημοτικής αστυνομίας σε πρότυπη υπηρεσία, να καταθέσει πλήρη και συγκεκριμένη πρόταση που να βάζει τα θεμέλια για τη δημιουργία της. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ουσιαστικής αναδιάρθρωσης και αναβάθμισης της Δημοτικής Αστυνομίας, λαμβάνοντας υπόψη τις υπηρεσιακές ανάγκες των αστικών κέντρων αλλά και τις ιδιαιτερότητες της περιφέρειας με τα ολιγομελή τμήματα. Επιπροσθέτως δε να βάλει ένα τέλος σε σενάρια που προκαλούν δηλώσεις όπως πρόσφατα του δημάρχου Αθηναίων που εξέφραζε τη δυσφορία του που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τους πτυχιούχους της Δημοτικής Αστυνομίας σε άλλες υπηρεσίες ή του Δημάρχου Θεσσαλονίκης που θέλει να «βαφτίσει» διοικητικούς υπαλλήλους σε δημοτικούς αστυνομικούς. Δεν είναι εύκολο έργο. Οι δυσκολίες είναι πολλές. Τα στερεότυπα έχουν βαθιά θεμέλια. Ο λαβύρινθος της νομοθεσίας μοιάζει άλυτος γρίφος. Η πρόκληση όμως είναι μεγάλη και οφείλει η τοπική αυτοδιοίκηση να την αποδεχθεί.

Η συμβολή των εργαζομένων στην τεράστια αυτή προσπάθεια πρέπει και θα είναι καθοριστική. Πέρα από παραταξιακά και κομματικά, πέρα από προσωπικές φιλοδοξίες, βάζοντας πάνω από όλα το κοινό συμφέρον εργαζόμενων, πολιτών και τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι καιροί αλλάζουν καιρός να αλλάξουμε όλοι μας. Εμείς στη Γραμματεία της ΠΟΕ-ΟΤΑ θέλουμε αυτό να το μετουσιώσουμε σε πράξη. Οι προτάσεις μας για τη Δημοτική Αστυνομία προσπαθούμε να έχουν τη μέγιστη συναίνεση. Να λαμβάνουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες του συναδέλφου της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης αλλά και της Ορεστιάδας, της Καστοριάς, τη Σητείας και της Σπάρτης. Γνωρίζουμε ότι κάποιοι συνάδελφοι έχουν μια διαφορετική προσέγγιση των θεμάτων, κάτι απόλυτα θεμιτό και χρήσιμο. Υπάρχουν όμως πολλά ζητήματα που οι απόψεις είναι κοινές γιατί απλά και ο στόχος είναι κοινός.
  • Πρέπει άμεσα να εκδοθούν υπουργικές αποφάσεις που να καθορίζουν ένα κοινό τρόπο άσκησης των αρμοδιοτήτων.
  • Να εξετασθεί με λεπτομέρεια το θέμα των συναρμοδιοτήτων και να κωδικοποιηθεί η νομοθεσία ανά αρμοδιότητα;
  • Να υπάρξει αλλαγή του άρθρου για την άσκηση των αρμοδιοτήτων με βάση τα 50 άτομα και τη θέσπιση πληθυσμιακών και γεωγραφικών κριτηρίων ειδικά μετά τον Καλλικράτη.
  • Ποιος διαφωνεί ότι πρέπει να υπάρξει ένας νέος κανονισμός λειτουργίας.
  • Ποιος διαφωνεί στην ειδική ιεραρχία με αμοιβή για τις θέσεις αυξημένης ευθύνης.
  • Ποιος διαφωνεί στην ένταξη των δημοτικών αστυνομικών στην κατηγορία επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας; Στην τροποποίηση για τα μέσα ατομικής προστασίας;
  • Δεν συμφωνούμε όλοι  στο θέμα της αποζημίωσης για τις στολές;
  • στο θέμα  της συνυπηρέτησης ειδικά αυτή την εποχή που η διαμονή μακρυά από το σπίτι σου είναι απαγορευτική;
  • Πριν από ένα μήνα περίπου εδώ  σε αυτή την αίθουσα κατατέθηκαν από έγκριτους συνταγματολόγους και νομικούς απόψεις για το νέο πειθαρχικό δίκαιο. Σε όλους εμάς που την παρακολουθήσαμε έγινε απόλυτα σαφές ότι οι διατάξεις  του είναι υπέρ του δέοντος αρκετές και καθιστούν την πρόβλεψη του Ν.3731 περί ειδικού πειθαρχικού δικαίου και συμβουλίου άνευ λόγου ύπαρξης.
  • Σε όσους αντιδρούν στο αίτημα της αποποινικοποίησης  αρμοδιοτήτων κάνουμε σαφές ότι δεν μιλάμε για απαλλαγή από αρμοδιότητες αλλά για απλοποίηση των διαδικασιών προς αποφυγή συσσώρευσης τεράστιου γραφειοκρατικού όγκου στα γραφεία του Δημόσιου Κατήγορου.
  • Πρέπει αγαπητοί συνάδελφοι να αντιληφθούμε την ανάγκη εξασφάλισης προοπτικής για την υπηρεσία. Όσο διαρκεί η απαγόρευση προσλήψεων ο μέσος όρος ηλικίας αυξάνεται επικίνδυνα και οι σχολές παραμένουν κλειστές, έτοιμες ανά πάσα στιγμή να μετατραπούν σε κέντρα κράτησης μεταναστών κατά το πρότυπο της Αμυγδαλέζας. Οι ιδιαίτερες συνθήκες αυτής της δουλειάς επιβάλουν το συνεχή εμπλουτισμό του δυναμικού με νέους ανθρώπους.
  • Να αναδείξουμε το κοινωνικό έργο της υπηρεσίας που συντελείται αθόρυβα μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα και συνεργασίες με εθελοντικές οργανώσεις. Μόνο πέρυσι και στα πλαίσια των απογραφών οι συνάδελφοι  σε όλη τη χώρα επισκέφτηκαν χιλιάδες σπίτια δημοτών με σοβαρά προβλήματα υγείας  προσφέροντας ουσιαστικό κοινωνικό έργο που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο επειδή δεν μεταφράζεται σε ευρώ.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, από αύριο που θα επιστρέψουμε στις δουλειές μας έχουμε χρέος να ενημερώσουμε όλους τους συναδέλφους ώστε να κινητοποιήσουμε μέχρι και τον τελευταίο αδιάφορο για την αναγκαιότητα των αλλαγών. Μέσα από Γενικές συνελεύσεις να παρθούν αποφάσεις και να κοινοποιηθούν στην Ομοσπονδία ώστε να εμπλουτιστεί το νέο επικαιροποιημένο πλαίσιο αιτημάτων το οποίο όπως θα διαπιστώσατε από τις προηγούμενες αναφορές εστιάζει κυρίως στον τρόπο λειτουργίας της υπηρεσίας και στην εξασφάλιση της προοπτικής της στο χρόνο, και λιγότερο σε συντεχνιακές διεκδικήσεις. Γιατί μόνο μέσα από αυτό θα δοθεί η δυνατότητα ανάδειξης της δουλειάς μας, η αποδοχή της από το κοινωνικό σύνολο ως παράγοντας βελτίωσης της ποιότητας ζωής αλλά και η καθιέρωση επαγγελματικής συνείδησης και νοοτροπίας  στους εργαζόμενους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου